- κιλοτόννος
- ο1. μονάδα μάζας ίσης με 1.000 τόννους ή 1.000.000 χιλιόγραμμα (σύμβ. kt)2. (στρ. τεχνολ.) μονάδα που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση τής ισχύος ενός πυρηνικού βλήματος ή πυρηνικής βόμβας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. kiloton < kilo- (< χίλιοι) + ton < μσν. αγγλ. tonne, tunne < αρχ. αγγλ. tunne, πιθ. κελτικής προελεύσεως)].
Dictionary of Greek. 2013.